Τρίτη, Αυγούστου 28, 2007

Αχ, καημένη μάνα-Ελλάδα

Διαβάζω, πώς θα μπορούσα αλλιώς; Δεν μπορώ όμως να γράψω τίποτα. Ο νους μου εκεί, στον πύρινο εφιάλτη που κατακαίει την ομορφιά, που εξαφανίζει χωριά, που αφαιρεί με το φρικτότερο τρόπο ζωές. Γιατί; Γιατί; Ποια μοίρα κακή δεν αφήνει αυτή την έρμη γη να ησυχάσει; Απ' τις σκλαβιές στους εμφυλίους κι απ' τους πολέμους στις δικτατορίες και στις φυσικές καταστροφές. Αχ, μάνα, πιο πολύ νιώθουμε τον πόνο σου εμείς που βρισκόμαστε μακριά. Έκλαψα χτες, βλέποντας τα πυροσβεστικά μας οχήματα να φορτώνονται για να 'ρθουν να βοηθήσουν, τους εθελοντές μας να προστρέχουν για να συνεισφέρουν τη δική τους αρωγή, τους λογαριασμούς που ανοίχτηκαν εδώ για εισφορές. Στη σκέψη μου ήρθε η ευτελής βέρα που φορούσε η μητέρα μου στο χέρι της ως το θάνατό της, μια φτηνή βέρα που τους έδιναν για αντάλλαγμα της χρυσής δικής τους, τότε που πρόθυμα την πρόσφεραν στους εράνους για τη μάνα Ελλάδα. Έκλαψα σήμερα διαβάζοντας στην εφημερίδα τη βοήθεια που πρόσφεραν διάφορες χώρες. Εξήντα πυροσβέστες η Γαλλία, 137 η μικρή Κύπρος! Πονάμε, όπως πονάει το παιδί τη μάνα που υποφέρει.
Αλλά δεν ήταν μόνο η θλίψη αυτό που ένιωσα. Ανοίγοντας για λίγο την τηλεόραση σε Ελλαδικά κανάλια, αγανάκτησα, θύμωσα, πικράθηκα. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως την ώρα της απίστευτης συμφοράς, υποψήφιοι βουλευτές ή δημοσιογράφοι θα διαπληκτίζονταν και θα προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν προεκλογικά αυτό το κακό. Όλοι αυτοί αντί να τσακώνονται θα 'πρεπε να βρίσκονται εκεί, στα καμένα χωριά, κοντά στους άστεγους, δίπλα στους πονεμένους ανθρώπους. Θα 'πρεπε, αυτή την ώρα, αντί να ψάχνουν ποιος φταίει, όλοι, σαν ένας άνθρωπος, να καταθέσουν ιδέες και προτάσεις, να δουν πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το κακό, και πώς να εμποδιστεί να ξαναγίνει. Κι ας έρθουν μετά να αναζητήσουν ευθύνες και ενόχους.
Πονάω για την Ελλάδα, πονάω όμως και για τον άνθρωπο γενικά. Κάποτε συμμεριζόμουν την αισιοδοξία του Σικελιανού που στο ερώτημα που έθετε ο ίδιος,
Κι η καρδιά μου, ως εβάδιζα βογκούσε:
"Θα 'ρτει τάχα ποτέ, θε να 'ρτει η ώρα
που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,
κι η ψυχή μου, που Μυημένη τηνε κράζω,
θα γιορτάσουν μαζι;"
απαντούσε:"Θα 'ρτει". Τώρα πια δεν είμαι τόσο σίγουρη.

Σάββατο, Αυγούστου 18, 2007

Σκηνικό γάμου


Πώς είναι όταν κάποτε τύχει να πέσει στα χέρια σου ένα άλμπουμ με φωτογραφίες γάμου, ενός γάμου εντελώς ξένου προς εσένα, με πρόσωπα άγνωστά σου, που καθόλου δεν σε ενδιαφέρουν κι όμως συνεχίζεις να το ξεφυλλίζεις, γιατί οι φωτογραφίες είναι ωραία τραβηγμένες, έτσι μου φάνηκε και το βιβλίο της Blandine Le Callet "ΣΚΗΝΙΚΟ ΓΑΜΟΥ" (Πόλις, 2007). Ένα άλμπουμ γάμου με λόγια. Ναι, βέβαια, κάποιες σκηνές θυμίζουν το δικό σου ή άλλους συγγενικούς γάμους. Για παράδειγμα, το ζευγάρι μπροστά στον ιερέα, ο εσμός από παρανυφάκια, οι σοβαροί μες στις επίσημες τουαλέτες και τα κοστούμια τους συμπέθεροι, η πανύψηλη τούρτα, η υπέργηρη γιαγιά, τα τραπέζια της δεξίωσης, ο χορός των καλεσμένων, οι ανύπαντροι που ελπίζουν εδώ να συναντήσουν κάποιο υποψήφιο γαμπρό ή νύφη, τα ποτήρια με τη σαμπάνια, τα δώρα, είναι κοινά είτε ο γάμος γίνεται στον τόπο μας είτε στη Γαλλία, όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα της Le Callet.
Καθένα από τα κεφάλαια του βιβλίου είναι δοσμένο με τη ματιά κι ενός διαφορετικού προσώπου απ' όσα παίρνουν μέρος σ' αυτή την τελετή. Η μικρή Πωλίν, μια από τις μικρές παρανύφους, ο ιερέας, η γιαγιά, μια αδελφή της νύφης, ο αδελφός του γαμπρού, ο ίδιος ο γαμπρός, η νύφη, γίνονται το κέντρο βάρους κάθε κεφαλαίου και μέσα από τη δική τους σκοπιά ανασυντίθεται όχι μόνο το σκηνικό, αλλά και στιγμές του παρελθόντος, ψυχογραφούνται πρόσωπα, εξιστορείται ο τρόπος γνωριμίας του ζευγαριού, οι οικογενειακές σχέσεις, η ψυχρότητα μεταξύ ορισμένων μελών της οικογένειας, τονίζεται η διαφορά των τάξεων, περιγράφεται ο τρόπος ζωής και νοοτροπίας μιας μεγαλοαστικής, ίσως και αριστοκρατικής τάξης, αλλά ακόμα και παρεκκλίνουσες συμπεριφορές, όπως αυτή μιας αδελφής της νύφης που αποδεικνύεται λεσβία, ή ενός από τους καλεσμένους που τη βραδιά της δεξίωσης ελπίζει να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του επιθυμίες.
Το "Σκηνικό γάμου" έχει μια πρωτοτυπία ως προς την τεχνική του, είναι στιγμές όμως που τα πρόσωπα και οι μεταξύ τους συγγενικές σχέσεις συγχίζονται και ξαναγυρνάς τις σελίδες για να θυμηθείς ποιος είναι ποιος. Η αφήγηση έχει ενδιαφέρον και σε ελκύει, αλλά η όλη εντύπωση που μου έμεινε τελικά είναι αυτή που είπα και στην αρχή: Σαν να κοιτάς τις, ωραίες πράγματι, φωτογραφίες ενός ξένου γάμου που δεν σε ενδιαφέρει.









Πέμπτη, Αυγούστου 09, 2007

Ακόμα λίγη ψυχοθεραπεία

Το "Η μάνα και το νόημα της ζωής" (γραμμένο το 1999 αλλά τώρα εκδομένο στα ελληνικά-'Αγρα, 2007) είναι το τρίτο βιβλίο του Ίρβινγκ Γιάλομ που διαβάζω μετά το "Όταν έκλαψε ο Νίτσε" και "Η θεραπεία του Σοπενάουερ" και ευχαρίστως θα διάβαζα και όλα τα άλλα του βιβλία, τόσο τα ψυχοθεραπευτικά όσο και τα λογοτεχνικά που, βέβαια, πάντα συνδέονται με την ψυχοθεραπεία. Κι αυτό, αν και καθόλου δεν εμπιστεύομαι την ψυχοθεραπεία. Θα μου πείτε ίσως "τι σημασία έχει η γνώμη σου και ποια είσαι εσύ για να αμφισβητείς ολόκληρη επιστήμη και ένα ωκεανό γνώσεων, εμπειριών, βιβλιογραφίας, θεραπειών;" Ίσως γιατί οι εμπειρίες που έχω από γνωστούς που κατέφυγαν στην ψυχοθεραπεία και δεν είδα να τους έχει βοηθήσει, ίσως πάλι γιατί όταν κόντεψα να την χρειαστώ εγώ (έπειτα από ένα βαρύτατο πένθος) με έσωσε η φιλοσοφία, η λογική, ο προσωπικός μου αγώνας, από τον οποίο δεν έλειπε η καταφυγή στην ανάγνωση...Εντούτοις τα βιβλία ψυχοθεραπείας μου αρέσουν. Ποιος ξέρει, ίσως χωρίς να το συνειδητοποιώ "ψυχοθεραπεύομαι" μέσα από τα βιβλία.
Από τα βιβλία του Yalom δεν θυμάμαι λεπτομέρειες. Ούτε νομίζω μπορεί κανείς να συγκρατήσει όλη αυτή την πορεία που κάνει ο ψυχοθεραπευτής μαζί με τον "ασθενή", όλους τους διαλόγους ή τις ενδόμυχες σκέψεις του ψυχοθεραπευτή που, εδώ ειδικά, τις εκθέτει πιο συχνά. Το βιβλίο δεν είναι μόνο η καταγραφή ιστοριών και περιπτώσεων ψυχοθεραπείας, αλλά μέσα από τα έμπρακτα παραδείγματα λειτουργεί και σαν ένα είδος διδακτικού εγχειριδίου για εκπαιδευόμενους ψυχοθεραπευτές.
Μου έμεινε μόνο η γενική ιδέα των ιστοριών. Π.χ. η δημιουργία ομαδικής ψυχοθεραπείας ανθρώπων που, λόγω ανίατων ασθενειών, είναι καταδικασμένοι σε θάνατο, ή η πορεία που ακολούθησε με μια ασθενή του, την Αϊρήν, στην προσπάθεια πρώτα να τη βοηθήσει να δεχτεί τον επικείμενο θάνατο τoυ συζύγου της και μετά να ξεπεράσει το πένθος της. Αν και μου φαίνεται υπερβολικό να βλέπεις τον ψυχοθεραπευτή σου για 4 χρόνια κάθε βδομάδα πληρώνοντάς τον 150 δολάρια (!) κάθε φορά για να ξεπεράσεις το πένθος σου. Στο τέλος η Αϊρήν, θεραπευμένη, συστήνει στο γιατρό έναν άντρα, μια καινούρια γνωριμία. Κι εγώ αναρωτιέμαι: Γνώρισε τον καινούριο άντρα επειδή θεραπεύτηκε ή θεραπεύτηκε επειδή γνώρισε έναν άλλο άντρα;;;
Οι τέσσερις από τις 6 ιστορίες του βιβλίου είναι αυτοβιογραφικές, με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Γιάλομ, ενώ οι δύο φανταστικές. Την τελευταία φανταστική με την κατάρα ενός...γάτου και με μακροσκελή συνομιλία με τον γάτο, ομολογώ ότι δεν την κατάλαβα, ούτε ξέρω τι θέλησε να πει μ' αυτήν ο συγγραφέας.
Ωραία παρουσίαση του Yalom στο blog του Alef. Επίσης πλείστες άλλες πληροφορίες στην ιστοσελίδα του ίδιου του Yalom.



Δευτέρα, Αυγούστου 06, 2007

Στην ακτή

Μ' αρέσει γενικά η γραφή του Ιαν ΜακΓιούαν. Μ' άρεσε η "Εξιλέωση", μ' άρεσε και το "Σάββατο" (δεν μ' άρεσε μόνο το " Άμστερνταμ" παρόλο που πήρε και Booker). Διάβασα μέσα σε λίγες ώρες και το τελευταίο του, "ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ" (Πατάκης, 2007). Μ' αρέσει αυτό το αργό, διεισδυτικό, ψυχαναλυτικό γράψιμο, αυτή η μεγέθυνση της στιγμής, το βύθισμα στις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων του, ζωγραφισμένα και με τις λεπτότερες ακόμα αποχρώσεις. Όσο πάει και περιορίζει τη χρονική διάρκεια των έργων του. Στο "Σάββατο" ο χρόνος δράσης ήταν μια μέρα. Στο "Στην ακτή" είναι λίγες ώρες ενός βραδιού.
Ο ΜακΓιούαν ξέρει να κεντρίζει και να διεγείρει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Δείτε αυτή την εισαγωγική πρόταση:"Ήταν και οι δυο νέοι, μορφωμένοι και παρθένοι εκείνη την πρώτη νύχτα του γάμου τους, και στην εποχή που ζούσαν μια συζήτηση για σεξουαλικές δυσκολίες ήταν απλώς αδύνατη". Μέσα σε τρεις γραμμές μας δίνει τους πρωταγωνιστές, τους σκιαγραφεί (νέοι-μορφωμένοι-παρθένοι), τη χρονική στιγμή (νύχτα γάμου), την εποχή (ένα όχι και τόσο κοντινό παρελθόν), το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν (σεξουαλικές δυσκολίες). Ποιος δε θα 'θελε να συνεχίσει την ανάγνωση μετά από μια τέτοια εισαγωγή;
Ο Έντουαρντ και η Φλόρενς δειπνούν σ' ένα παραλιακό ξενοδοχείο, στην ακτή του Ντόρσετ, την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Βρισκόμαστε στο 1962, πριν από τη σεξουαλική επανάσταση κι απελευθέρωση, όταν όσα σχετίζονταν με το σεξ κουβεντιάζονταν κρυφά, συγκεκαλυμμένα, παραμορφωμένα πολλές φορές. Οι δυο νέοι αγαπιούνται, αλλά οι σεξουαλικές εμπειρίες της μεν Φλόρενς είναι ανύπαρκτες, του δε Έντουαρντ ελάχιστες. Καθώς δειπνούν τους βασανίζει το άγχος της πρώτης γαμήλιας νύχτας. Εκείνη με τρόμο γι' αυτό που την περιμένει, εκείνος με πόθο μεν, αλλά όχι με λιγότερη αγωνία και φόβο. Επιβραδύνουν το δείπνο, σκέφτονται να πάνε πρώτα μια βόλτα στην παραλία πριν πέσουν στο κρεβάτι, ενώ ο συγγραφέας με αφηγηματικές αναδρομές φωτίζει το παρελθόν τους, τη γνωριμία τους, τις τόσο διαφορετικές οικογενειακές τους καταβολές, τη διαφορά των τάξεων από τις οποίες προέρχονται, την οικονομική και κοινωνική ανωτερότητα εκείνης, πράγμα που πιθανότατα είχε τις επιπτώσεις του στην όλη σχέση μεταξύ τους. Μια παρεξήγηση προθέσεων κι επιθυμιών τους οδηγεί πρώτα στη συζυγική κλίνη, όπου πάλι μια αυθόρμητη, αδέξια κίνηση εκείνης, προκαλώντας μια μη ελεγχόμενη εκδήλωση εκείνου, καταλήγει στην καταστροφή.
Σε 5-6 σελίδες στο τέλος ο συγγραφέας αναφέρει τη μετέπειτα τύχη των ηρώων του. Θα προτιμούσα να λείπουν. Τίποτα δεν προσθέτουν στο μυθιστόρημα, εκτός από το να μας πουν πόσο μια και μόνο στιγμή, μια και μόνο φράση που λέχτηκε ή δεν λέχτηκε, πόσο καθοριστική μπορεί να είναι για μια ολόκληρη ζωή. Μ' άρεσε το μυθιστόρημα του ΜακΓιούαν. Έστω κι αν προβάλλει και μεγεθύνει μια εξαίρεση. Δεν αντιμετώπιζαν ασφαλώς όλα τα ζευγάρια το 1962 τις ίδιες δυσκολίες, όση άγνοια κι αν υπήρχε. Όμως λίγα άραγε είναι τα λογοτεχνικά έργα που γράφτηκαν με θέμα την εξαίρεση και όχι τον κανόνα;