Τετάρτη, Ιανουαρίου 28, 2009

Η κομψότητα του σκαντζόχοιρου

Είμαι σχεδόν βέβαιη πως "Η κομψότητα του σκαντζόχοιρου" (Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2008, μετ. Ρίτα Κολαΐτη) δεν θα γίνει μπεστ σέλλερ στην Ελλάδα, κι ας έχει πουλήσει πάνω από 1 εκατομμύριο αντίτυπα στη Γαλλία. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί διάβασα πρόσφατα σε αθηναϊκή εφημερίδα ποια ήταν τα πιο ευπώλητα βιβλία το 2008. Το μυθιστόρημα της Μιριέλ Μπαρμπερί, καθηγήτριας φιλοσοφίας, πολύ απέχει από τα εύπεπτα ελληνικά μυθιστορήματα που μονοπωλούν τις θέσεις των ευπώλητων. Είναι βιβλίο που απαιτεί όχι μόνο την προσοχή του αναγνώστη, αλλά και την προπαίδειά του σ' ένα ευρύ λογοτεχνικό σύμπαν. Οι σαφείς ή υπαινικτικές αναφορές σε έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (όπως η "΄Αννα Καρένινα", ο Προυστ, ο Σταντάλ, το "Όσα παίρνει ο άνεμος" κ.ά.), στην κλασική μουσική, στον κινηματογράφο, που διανθίζουν το μυθιστόρημα, του προσδίδουν μια ιδιαίτερη γοητεία, αλλά η απόλαυσή τους προϋποθέτει τη γνώση τους.
Στο βιβλίο ακούγονται δυο φωνές. Η πρώτη είναι της ηλικιωμένης θυρωρού σε μια πολυτελή πολυκατοικία του Παρισιού. Αυτοσυστήνεται: "Το όνομά μου είναι Ρενέ. Είμαι πενηντατεσσάρων ετών. Τα τελευταία είκοσι εφτά χρόνια, είμαι η θυρωρός του κτιρίου στην οδό Γκρενέλ 7, ενός όμορφου μεγάρου, με εσωτερική αυλή και κήπο, το οποίο χωρίζεται σε οκτώ γιγάντια και υπερπολυτελή διαμερίσματα, που κατοικούνται όλα. Είμαι χήρα, μικρόσωμη, άσχημη, στρουμπουλή, έχω εξογκώματα στα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών μου και, πιστέψτε το, κάποια θλιβερά πρωινά, ανασαίνω σαν μαμούθ".
Η Ρενέ δεν είναι μια συνηθισμένη θυρωρός. Αν και από φτωχή, αγροτική, εργατική οικογένεια, από μικρή μαγεύτηκε με τα γράμματα και σ' όλη της τη ζωή διάβαζε. Είναι μια καλλιεργημένη αυτοδίδακτη, μυημένη όχι μόνο στη λογοτεχνία αλλά και σ' όλες τις καλές τέχνες, με μια ιδαίτερη αγάπη στον ιαπωνικό κινηματογράφο. Όλο αυτό τον πλούσιο εσωτερικό κόσμο φροντίζει να τον κρατά μακριά από την σνομπ ψευτοαριστοκρατία της πολυκατοικίας.
Η δεύτερη φωνή του μυθιστορήματος είναι ένα δωδεκάχρονο κορίτσι, η Παλόμα, που κατοικεί σ' ένα από τα διαμερίσματα με τους γονείς και την αδερφή της. "Είμαι δώδεκα χρονών, μένω στην οδό Γκρενέλ 7, σ' ένα αρχοντικό διαμέρισμα. Οι γονείς μου είναι πλούσιοι, η οικογένειά μου είναι πλούσια και επομένως η αδελφή μου κι εγώ είμαστε κατ' ουσίαν πλούσιες. Ο πατέρας μου, πρώην υπουργός, είναι σήμερα βουλευτής (...) Έχω πάρει την απόφασή μου. Στο τέλος της σχολικής χρονιάς, τη μέρα που θα γιορτάζω τα δεκατρία μου χρόνια, στις 16 Ιουνίου, θ' αυτοκτονήσω". (Νομίζω πως η αναφορά στη 16η Ιουνίου, λαμβάνοντας υπ' όψιν όλο το βιβλίο, δεν είναι τυχαία. Διερωτώμαι γιατί η μεταφράστρια, που έδωσε άλλες κατατοπιστικές υποσημειώσεις, δεν συνέδεσε την ημερομηνία αυτή με την περίφημη Bloomsday από τον "Οδυσσέα" του Τζόις. Δική μου σκέψη βέβαια, μπορεί και να κάνω λάθος).
Η ομοιότητα με τη Ρενέ έγκειται στο ότι και η Παλόμα κρύβει ένα μυστικό κόσμο στην ψυχή της. Με ωριμότητα πολύ μεγαλύτερη από την ηλικία της εναλλάσσει τα κεφάλαια στα οποία ακούγεται η φωνή της Ρενέ, με τα κεφάλαια τα οποία τιτλοφορεί άλλοτε "Βαθυστόχαστες σκέψεις", αριθμώντας τα από το 1-15 καΙ άλλοτε " Ημερολόγιο της κίνησης του κόσμου", πάλι αριθμώντας τα από το 1-7. Τόσο η θυρωρός όσο και το μικρό κορίτσι, μου έφεραν στο νου τη ρήση του Αποστόλου Παύλου: "Τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο θεός ίνα καταισχύνη τα ισχυρά" (Προς Κορινθίους Α΄1,27).
Σε αντιδιαστολή με τους πλούσιους, κενούς, ματαιόδοξους εκπροσώπους της ανώτερης αστικής γαλλικής τάξης, η συγγραφέας προβάλλει τη γνήσια καλλιέργεια κι ευγένεια ψυχής , επιλέγοντας ως φορείς της μια αυτοδίδακτη κι ένα μικρό κορίτσι.
Ο καταλύτης που θα δώσει ώθηση στην πορεία της ιστορίας, που θα φέρει κοντά τις δυο καταστάσεις, που θα αντιπροσωπεύσει τη γνήσια αρχοντιά ύλης και πνεύματος, είναι ένας ηλικιωμένος Ιάπωνας, ο Κακούρο Όζου, που αγοράζει ένα από τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας, όταν ο ιδιοκτήτης του πεθαίνει. Μια σύντομη στιχομυθία, κατά την οποία ξεφεύγει της Ρενέ, χωρίς να το θέλει, μια φράση, γίνεται αφορμή να την προσέξει ο Κακούρο:
"-Γνωρίζατε τους Αρτέν; Μου είπαν ότι ήταν μια εξαίρετη οικογένεια, συμπληρώνει.
-Όχι, απαντώ επιφυλακτικά, δεν τους γνώριζα ιδιαίτερα, ήταν μια οικογένεια όπως όλες οι άλλες εδώ.
-Ναι, μια ευτυχισμένη οικογένεια, λέει η κυρία Ροζέν, εμφανώς αδημονούσα.
-Ξέρετε, όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους, μουρμουρίζω για να τελειώσω μ' αυτή την ιστορία, χωρίς να πω τίποτε άλλο.
-Αλλά μια δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο, μου λέει κοιτώντας με παράξενα, και αίφνης νιώθω μια νέα ανατριχίλα"
Είναι βέβαια η περίφημη εναρκτήρια φράση της "΄Αννας Καρένινα". Και ενώ οι κυρίες της πολυκατοικίας τρώγονται από περιέγεια κι επιθυμία να γνωρίσουν τον Όζου και το ανακαινισμένο διαμέρισμά του, εκείνος καλέι για τσάι την ταπεινή θυρωρό. Μεταξύ τους δημιουργείται μια τέλεια επικοινωνία, Μιλούν για Τέχνη, για ιταλική και ολλανδική ζωγραφική, για κινηματογράφο, για την κοινή τους αγάπη, τον Τολστόι. Μερικές σελίδες του βιβλίου είναι ωραία, σύντομα δοκίμια περί Τέχνης. Η πνευματική φιλία συνεχίζεται, μεγαλώνει. Κι εκεί που ο αναγνώστης περιμένει πέρα από το πνευματικό κι ένα συναισθηματικό δέσιμο, μια και τόσο ο Κακούρο όσο και η Ρενέ, έχοντας χάσει τους συζύγους τους, είναι μόνοι, μια ανατροπή επέρχεται που μας αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση. Το τελευταίο κεφάλαιο γράφεται από τη μικρή Παλόμα που αναθεωρεί την απόφασή της να αυτοκτονήσει.
Κι ο τίτλος; Τι σημαίνει ο παράξενος τίτλος; Το εκφράζει η Παλόμα, η μόνη εκτός από τον Κακούρο που υποψιάστηκε το μυστικό κόσμο της θυρωρού: "Η κυρία Μισέλ έχει την κομψότητα του σκαντζόχοιρου. Απέξω είναι γεμάτη αγκάθια, αληθινό φρούριο, αλλά έχω την αίσθηση ότι από μέσα είναι τόσο απλώς ραφινάτη όσο και ο σκαντζόχοιρος, που είναι ένα ζωάκι δήθεν νωθρό, σκληρά μοναχικό και εξαιρετικά κομψό".





Παρασκευή, Ιανουαρίου 23, 2009

Η σκιά του Πόε

Αγόρασα το βιβλίο πιστεύοντας ότι θα διάβαζα μέσα από το μυθιστόρημα για τη ζωή του "καταραμένου" αυτού ποιητή και πεζογράφου, θα ενημερωνόμουν, μυθιστορηματικά, έστω, για το έργο του, θα παρακολουθούσα την περιπετειώδη ζωή και το μυστήριο που περιβάλλει το θάνατό του. Το βιβλίο, δυστυχώς, με απογοήτευσε. Παρά τις ενθουσιώδεις κριτικές που είχε στην Αμερική, παρά τη μεγάλη έρευνα την οποία πρέπει να έκανε ο συγγραφέας, παρά τα εξακριβωμένα ιστορικά δεδομένα στα οποία στηρίζεται το ογκώδες βιβλίο (580 σελίδες, Λιβάνης 2007, μετ. Κατερίνα Χαλμούκου), δεν ελκύει, δεν εμπνέει. Ο Matthew Pearl αναμιγνύει τόσα άσχετα στοιχεία, παρεμβάλλει τόσα πρόσωπα, επαναφέρει τόσες φορές τα ίδια γεγονότα που ομολογώ ότι συγχύστηκα και μόνο η περιέργεια να μάθω αν έλυσε τελικά το μυστήριο του θανάτου του Πόε με έκανε να φτάσω ως το τέλος.
Το θέμα με λίγα λόγια είναι το εξής: (Αντιγράφω από το Ιστορικό Σημείωμα στο τέλος του βιβλίου). "Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε πέθανε σε ηλικία σαράντα ετών σε ένα νοσοκομείο της Βαλτιμόρης, στις 7 Οκτωβρίου 1840, τέσσερις μέρες αφότου βρέθηκε σε απελπιστική κατάσταση στο πανδοχείο του Ράιαν. Στις 26 ή 27 Σεπτεμβρίου ο Πόε ξεκίνησε από το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια με πλοίο, με προορισμό το εξοχικό του στη Νέα Υόρκη, ακολουθώντας ένα δρομολόγιο που περιλάμβανε μια στάση στη Φιλαδέλφεια για να επιμεληθεί την ποιητική συλλογή μιας συγγραφέως ονόματι Μαργκερίτ Σεν Λεόν Λάουντ. Ο Πόε ζήτησε από την πενθερά του, τη Μαρία Κλεμ, να του στείλει στη Φιλαδέλφεια ένα γράμμα, χρησιμοποιώντας στη θέση του παραλήπτη το ψευδώνυμο Ε.Σ. Τ. Γκρέι. Όμως, απ' ό,τι ξέρουμε ο Πόε δεν έφτασε ποτέ στη Φιλαδέλφεια ούτε επέστρεψε στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη. Αντιθέτως, έκανε μια τελευταία και απρογραμμάτιστη επίσκεψη στη Βαλτιμόρη. Οι λεπτομέρειες για όσα του συνέβησαν κατά τις πέντε μέρες που ακολούθησαν-από τη στιγμή της άφιξής του στο λιμάνι μέχρι τη στιγμή που εμφανίζεται στο πανδοχείο του Ράιαν τη μέρα των εκλογών-έχουν χαθεί. Αυτό εξακολουθεί να είναι ένα από τα πιο επίμονα κενά στην ιστορία της λογοτεχνίας". Επιπλέον, τα ρούχα που φορούσε όταν τον βρήκαν στο πανδοχείο δεν ήταν δικά του-ήταν κακοραμμένα και δυο νούμερα μεγαλύτερα- ενώ όλη τη νύχτα πριν πεθάνει φώναζε το όνομα "Ρέινολντς". Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του μυθιστορήματος, ο νεαρός δικηγόρος Κουέντιν Κλαρκ, μεγάλος θαυμαστής του Πόε, που είχε ήδη μια αλληλογραφία μαζί του, αναλαμβάνει με δική του πρωτοβουλία, δυο χρόνια μετά το θάνατο του Πόε, να λύσει το μυστήριο του θανάτου του ποιητή, αλλά και να προστατέψει τη φήμη του από τους συγχρόνους που θεωρούσαν τον Πόε, μέθυσο και άνθρωπο των καταχρήσεων. Για το σκοπό αυτό και πιστεύοντας ότι ένας μυθιστορηματικός ήρωας του Πόε, ο Κ. Αύγουστος Ντιπέν, που δίνει τη λύση στο διήγημα του Πόε "Οι δολοφονίες της οδού Μοργκ", βασίστηκε σε υπαρκτό πρότυπο, ένα Γάλλο, ταξιδεύει στη Γαλλία για να τον εντοπίσει. Εκεί μπλέκεται σε διάφορες περιπέτειες, εμφανίζονται δυο πρόσωπα που συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά του Ντιπέν, ένας ονόματι Ντιπέν κι ένας Ντιπόν. Και οι δύο έρχονται στη Βαλτιμόρη. Ακολουθούν άλλες περιπέτειες, αναμιγνύονται θέματα παρακολουθήσεων, μεταμφιέσεων, μελέτης δημοσιευμάτων για τον Πόε, αμφισβήτηση ως προς το ποιος από τους δύο Γάλλους υπήρξε το πρότυπό του...εκταφή πτωμάτων, δουλεμπόριο, ακόμα και ο Λουδοβίκος Ναπολέων που κατέλυσε η Δημοκρατία και ανακηρύχτηκε σε Αυτοκράτορα, φυλακίσεις, δολοφονίες κ.λπ. Πολύς λόγος γίνεται για τον αναλυτικό τρόπο σκέψης, αυτόν που εφάρμοσε ο Πόε στις "αλλόκοτες" ιστορίες του. Σύμφωνα μ' αυτόν, η αναλυτική συλλογιστική "είναι η σπάνια ικανότητα της αντίληψης, μέσω μιας διαδικασίας συλλογισμού που χρησιμοποιεί όχι μόνο τη λογική αλλά και την ανώτερη λογική, της φαντασίας, εκείνη που ξεπερνά την πνευματική λειτουργία των περισσότερων ανθρώπων". Με αυτή τη συλλογιστική θα δοθεί στο τέλος και η ερμηνεία των παράξενων γεγονότων που συνοδεύουν το θάνατο του Πόε.
Είναι κρίμα, πιστεύω, που ο συγγραφέας είχε μια τόσο λαμπρή ιδέα για μυθιστόρημα που όμως την έθαψε σ΄ ένα καταιγισμό παράπλευρων γεγονότων. Όμως, οφείλω να πω, πως η ατμόσφαιρα της εποχής, μέσα του 19ου αιώνα, καθώς και της πόλης της βαλτιμόρης, βρίσκουν μια πολύ ειτυχή απεικόνιση. Τέλος, φανερή είναι και η μεγάλη αγάπη του συγγραφέα για τον Πόε και το έργο του. Λέει χαρακτηριστικά: " Ο Πόε με απελευθέρωσε από την ιδέα ότι η ζωή πρέπει να ακολουθεί μια συγκεκριμένη πορεία. Αντιπροσώπευε την Αμερική-μια ανεξαρτησία που αψηφούσε τον έλεγχο, ακόμα κι όταν η αποδοχή του ελέγχου θα μπορούσε να τον είχε ωφελήσει. Κατά κάποιο τρόπο η αλήθεια του Πόε είναι κάτι πολύ προσωπικό και πολύ σημαντικό για μένα"


Πέμπτη, Ιανουαρίου 15, 2009

Άρωμα Ισπανίας

Δεν θα απορούσα καθόλου αν σε 1-2 χρόνια η Βικτόρια Χίσλοπ έριχνε στην αγορά ακόμα ένα μπεστ σέλλερ μετά το "Νησί" και το "Γυρισμό" (Διόπτρα, 2008, μετ. Μιχάλης Δελέγκος), ούτε θα παραξενευόμουν αν μάθαινα ότι παρακολούθησε μαθήματα δημιουργικής γραφής. Με πανομοιότυπη τεχνική πορεύεται και, στηριγμένη σε πραγματολογικά στοιχεία (λέπρα-ισπανικός εμφύλιος), υφαίνει μια εύπεπτη, ευπώλητη ιστορία.
Και στα δυο βιβλία έχουμε μια νεαρή Αγγλίδα που αγνοεί το παρελθόν της μητέρας της, μεταβαίνει στον τόπο καταγωγής της (της μητέρας), στο μεν "Νησί "εμπρόθετα, γιατί ξέρει τις ελληνικές ρίζες, στο δε "Γυρισμό" εντελώς τυχαία, αφού, αν και η ηρωίδα, η Σόνια, ήταν 15 χρονών όταν πέθανε η μητέρα της, δεν είχε ιδέα για την καταγωγή της, πράγμα ασφαλώς απίθανο, αλλά, έστω, ας το δεχτούμε. Και στα δυο βιβλία οι ηρωίδες συναντούν κάποιον (μια παλιά φίλη στο πρώτο, τον νεανικό έρωτα στο δεύτερο) που τους αφηγείται όλη την ιστορία.
Για να μην είμαι όμως άδικη, βρήκα το "Γυρισμό" καλύτερο, πιο ώριμο από το "Νησί". Ειδικά στο πρώτο μέρος όπου η Σόνια, που αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα στο γάμο της, έρχεται με μια φίλη της για διακοπές στη Γρανάδα, η ατμόσφαιρα και η περιγραφή της σύγχρονης πόλης είναι ελκυστικές. Διάβασα με ενδιαφέρον αυτό το μέρος, ίσως γιατί η Γρανάδα είναι από τις αγαπημένες μου πόλεις, όσο λίγο κι αν κράτησε η επίσκεψή μου εκεί.
Πολλά στοχεία επίσης του εμφυλίου προσφέρονται στον αναγνώστη, θα μπορούσαν όμως, πιστεύω, να αξιοποιηθούν περισσότερο (θεωρώ ασέβεια να συγκρίνω με το "Για ποιον χτυπά η καμπάνα"). Χρειάζεται ακόμη εκ μέρους του αναγνώστη αποδοχή της συγγραφικής σύμβασης, με βάση την οποία όλο το δεύτερο μέρος, κάπου 300 σελίδες, αποτελεί αποκλειστική αφήγηση ενός προσώπου, που με απίθανες λεπτομέρειες εξιστορεί τα πάθη της οικογένειας Ραμίρεζ, οικογένειας της μητέρας της Σόνιας, όπως θα αποκαλυφθεί στο τέλος, αλλά που ο αναγνώστης έχει βέβαια αντιληφθεί πολύ προηγουμένως.
Οι γονείς, Πάμπλο και Κόντσα διατηρούσαν ένα καφέ στη Γρανάδα. Είχαν τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Ο μεγάλος γιος ήταν δάσκαλος, ο άλλος ταυρομάχος και ο τρίτος, με σεξουαλικές ιδιαιτερότητες, κιθαρίστας. Το κορίτσι, η Μερσέντες, από μικρή έδειξε την αγάπη και τις ικανότητές της στο χορό. Έτσι, με αυτή την κατανομή των ρόλων, η συγγραφέας έχει την ευκαιρία να αποδώσει πολιτιστικά χαρακτηριστικά της Ισπανίας. Είναι από τις ευτυχισμένες στιγμές της συγγραφής η περιγραφή ταυρομαχιών ή των ισπανικών χορών.
Ο εμφύλιος που ξεσπά το 1936 με το πραξικόπημα του Φράνκο διαλύει την οικογένεια. Ο πατέρας στη φυλακή, τα αγόρια σκοτώνονται όλα, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο, ούτως ώστε να φανούν διάφορες πτυχές του εμφυλίου, και μόνο η Μερσέντες σώζεται τελικά στην Αγγλία, όπου είχε πάει συνοδεύοντας παιδιά που τα έστελλαν οι γονείς τους για να σωθούν. Στην Αγγλία θα παντρευτεί και θα μείνει τελικά, χωρίς να αποκαλύψει ποτέ στην κόρη της το πολυτάραχο παρελθόν της.
Δεν θα έλεγα ότι χάνει κανείς το χρόνο του διαβάζοντας το "Γυρισμό", αλλά αν σας ενδιαφέρει η χώρα και η εποχή, προτιμήστε τον Χέμιγκουεη.
Υ.Γ. Και μια απορία για την ελληνική έκδοση. Δεν υπήρχε καμιά άξια λόγου διαφημιστική κριτική για να αποτυπωθεί στο οπισθόφυλλο εκτός απ' αυτήν του Μιχάλη Χατζηγιάννη (!!);


Σάββατο, Ιανουαρίου 10, 2009

Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια

Ποτέ ξανά δεν μου έτυχε βιβλίο (ή, για να μην είμαι απόλυτη, δεν θυμάμαι) που χωρίς να είναι μυθιστόρημα να με απορροφήσει τόσο η ανάγνωσή του, που να παρατήσω τα πάντα για χάρη του, που να μην το αφήσω από τα χέρια μου, ώσπου να φτάσω στην τελευταία του σελίδα (368). Κι από την άλλη, βιβλίο που ενώ τέλειωσα την απολαυστική του ανάγνωση εδώ και μέρες, να διστάζω να το εμφανίσω στο μπλογκ, από φόβο πως με τίποτα δεν θα μπορούσα να αποδώσω το έξοχο πνεύμα του, αυτή τη γεμάτη χιούμορ φιλοσοφική προσέγγιση του Θεού, της ζωής, του θανάτου, ιδωμένα με ανάλαφρη σάτιρα, ούτε να μεταφέρω τον προβληματισμό που συνοδεύεται από ένα κλείσιμο του ματιού, από ένα χαμόγελο που συχνά συνοδεύει το διάβασμά μας. Είναι το βιβλίο του Τζούλιαν Μπαρνς "Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια" (Μεταίχμιο 2008, μεταφρ. Αλεξάνδρα Κονταξάκη).
"Δεν πιστεύω στο Θεό αλλά μου λείπει", είναι το μότο που συνοδεύει τον τίτλο στο εξώφυλλο. Ο αδελφός του συγγραφέα χαρακτηρίζει αυτή τη φράση σαχλή. Όταν ο Τζούλιαν τον ρωτάει γιατί, "παραδέχεται ότι δεν ξέρει στ' αλήθεια πώς να πάρει τη δήλωσή μου. "Υποθέτω ότι είναι σαν να λες: "Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν θεοί, αλλά μακάρι να υπήρχαν (ή ίσως:αλλά μακάρι να το πίστευα".
Ο Τζούλιαν Μπαρνς, πασίγνωστος κι επιτυχημένος συγγραφέας, γεννημένος στη Μ. Βρετανία το 1946, στα εξήντα του χρόνια, εν όψει του αναπόφευκτου τέλους, κοινής μοίρας όλων (και με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, λέει, τα δύο τρίτα της ζωής μου έχουν περάσει), κάνει ένα σταθμό και μας δίνει αυτό το βιβλίο. Με πλήθος αυτοβιογραφικά στοιχεία, με σκέψη συνειρμική, μεταπηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο, δίχως χωρισμό σε κεφάλαια, σαν ένα είδος μακροσκελούς μονολόγου, μας παρασύρει μαζί του από τη μια σελίδα στην άλλη, από τη μια σκέψη στην επόμενη, σ' ένα ταξίδι ζωής που δεν θέλουμε να τελειώσει. Ο παππούς και η γιαγιά, οι γονείς, ο αδελφός του επανέρχονται διαρκώς στη σκέψη και στο βιβλίο. Σκόρπια γεγονότα της ζωής του, φίλοι, διαβάσματα. Κι όλα αυτά συδυασμένα διαρκώς με τις σκέψεις για το Θεό και το θάνατο. Δεν μπορείς να μιλήσεις για το ένα χωρίς να αναφερθείς στο άλλο (εκτός αν είσαι άθεος, οπότε όλα για σένα τελειώνουν εδώ. Ο Μπαρνς δηλώνει αγνωστικιστής). Πλήθος οι αναφορές για το τέλος τόσο των δικών του (παππούδων, γονιών) όσο και προσωπικοτήτων της τέχνης και του πνεύματος: Σωκράτης, Κικέρων, Δάντης, Ελ Γκρέκο, Τσέχοφ, Τουργκένιεφ, Φλωμπέρ, Καμύ, Φρόυντ, Σταντάλ...δεκάδες ονόματα παρελαύνουν άλλοτε με ρήσεις τους, άλλοτε με τις απόψεις τους για το Θεό ή για το πώς αντιμετώπισαν το θάνατο (Χρησιμότατο το επίμετρο βιογραφιών, συνταγμένο από τη μεταφράστρια, όπου μέσα σε 3-4 γραμμές για τον καθένα μας δίνει τα βιογραφικά στοιχεία των αναφερόμενων στο βιβλίο προσώπων).
Καμιά παρουσίαση και καμιά αναφορά δεν μπορεί να αποδώσει το βιβλίο του Μπαρνς. Μόνο μερικά δείγματα της γραφής του μπορούν να δώσουν μια αμυδρή ιδέα. Σταχυολογώ μερικά:
"Καμιά φορά οι συνομίληκοί μου λένε, κάπως σαστισμένοι:"Το περίεργο είανι ότι δεν αισθάνομαι μεγαλύτερος". (Αλήθεια, πόσες φορές το λέει ο καθένας μας!). Εγώ πάντως αισθάνομαι και, αν έχω την παραμικρή αμφιβολία, υπάρχει ένας δυσάρεστος υπολογισμός στη διάθεσή μου όταν προσπερνάω, ας πούμε, ένα δωδεκάχρονο παιδί που στέκεται ράθυμα έξω απ' τις πύλες του σχολείου μ' ένα πρόωρο τσιγάρο στο χέρι. Συλλογίζομαι ότι εγώ, ως εξηντάχρονος το 2006, είμαι πιο κοντά στο γηραιότερο εναπομείνατα στρατιώτη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρά σ' αυτό το παιδί. Αισθάνομαι σοφότερος; ναι, λίγο.Σίγουρα λιγότερο ανόητος (και ίσως αρκούντως σοφός ώστε να θρηνώ την απώλεια μέρους της αφροσύνης). Αρκούντως σοφός ώστε να γίνω απλός; όχι ακόμη, Κύριε".
Σ' ένα άλλο σημείο μας λέει πώς φαντάζεται το θάνατό του, ή μάλλον πώς θα τον ήθελε:
" Το καλύτερο σενάριο, στη φαντασία μου, είχε συνήθως να κάνει με μια ιατρική διάγνωση που μου άφηνε αρκετό χρόνο και επαρκή διαύγεια, για να γράψω το τελευταίο βιβλίο-αυτό που θα περιείχε όλες μου τις σκέψεις για το θάνατο. Παρότι δεν ήξερα αν θα ήταν μυθοπλαστικό ή όχι, είχα ετοιμάσει την πρώτη ατάκα και την είχα σημειώσει πριν από πολλά χρόνια: "Ας ξεμπερδεύουμε με το θέμα του θανάτου". Αλλά τι είδους γιατρός θα σου κάνει τη διάγνωση που εξυπηρετεί τις λογοτεχνικές σου απαιτήσεις; "Ξέρετε έχω και καλά και κακά νέα". Πείτε μου ευθέως γιατρέ, πρέπει να ξέρω. Πόσος καιρός μου μένει;" "Πόσος καιρός; θα έλεγα ότι σας μένει καιρός για περίπου 200 σελίδες-250 αν είστε τυχερός ή αν δουλεύετε γρήγορα".
Όμως δεν λείπουν οι σκέψεις του και για την ίδια την τέχνη του, τη μυθοπλασία:
" Η μυθοπλασία δημιουργείται μέσω μιας διαδικασίας που συνδυάζει την πλήρη ελευθερία και τον απόλυτο έλεγχο, που εξισορροπεί την ακριβή παρατήρηση με το ελεύθερο παιγνίδι της φαντασίας, που χρησιμοποιεί ψέματα για να πει την αλήθεια και την αλήθεια για να πει ψέματα. Είναι κεντρομόλος και φυγόκεντρος συνάμα. Θέλει να πει όλες τις ιστορίες, σε όλη τους την αντιθετική, αντιφατική και ανεπίλυτη φύση. Συγχρόνως θέλει να αφηγηθεί τη μία και μοναδική αληθινή ιστορία, αυτήν που εξάγει και επεξεργάζεται και επιλύει όλες τις άλλες ιστορίες".
Πριν από λίγο καιρό είχαμε έναν άλλο σύγχρονο συγγραφέα που ασχολήθηκε με το θάνατο, τον Ίρβιγκ Γιάλομ, αλλά μ' ένα πολύ διαφορετικό, σοβαρό και ψυχαναλυτικό τρόπο. Ο Μπαρνς νομίζω προσπαθεί να ξορκίσει το θάνατο βγάζοντάς του τη γλώσσα, κοροϊδεύοντάς τον. Ο τίτλος του βιβλίου μου φαίνεται πως δεν αποδίδει αυτό που συμβαίνει, αλλά αυτό που θα ήθελε ο συγγραφέας να συμαβαίνει. Αυτό που κατά βάθος ο καθένας μας θα ήθελε.


Σάββατο, Ιανουαρίου 03, 2009

Έρωτας στον καιρό της ειρωνείας

Αν με ρωτούσε κάποιος να πω σύντομα ποια είναι η υπόθεση του βιβλίου της Αγγέλας Καστρινάκη "΄Ερωτας στον καιρό της ειρωνείας" (Ελληνικά Γράμματα, 2008), θα έλεγα "Οι εξωσυζυγικές σχέσεις". Κι όμως αυτό το πολυχρησιμοποιημένο θέμα, που το συναντάμε σε άπειρες παραλλαγές στη λογοτεχνία, που θα νόμιζε κανείς πως γι' αυτό τίποτα το ενδιαφέρον και πρωτότυπο δεν μπορεί να γραφτεί πια, έρχεται στο μυθιστόρημα της Καστρινάκη να μας αποκαλύψει μια άλλη πτυχή, να ιδωθεί από τη συγγραφέα με μια διαφορετική ματιά και να μας κινήσει ξανά το ενδιαφέρον, έστω κι αν το ίδιο θέμα έχουμε συναντήσει τόσες άλλες φορές.
Δυο είναι τα ζευγάρια που αποτελούν τους ήρωες του βιβλίου: η Μέλπω και ο Στέφανος που έχουν δυο δίδυμα αγοράκια 8 χρονών και ζουν στην Αθήνα και ο Μάριος και η Στέλλα, με μια κόρη 16 χρονών που ζουν στη Θεσσαλονίκη. Ένα πέμπτο πρόσωπο θα προστεθεί, η νεαρή Μάνια, φοιτήτρια στην Πάτρα. Ο συγγραφικός φακός όμως φωτίζει κυρίως το ζευγάρι Μέλπω-Μάριος, που μια τυχαία συνάντηση, όταν εκείνη ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη για δουλειές, οδήγησε στη σύναψη δεσμού μεταξύ τους. Ίσως, αν δεν υπήρχε η σύγχρονη τεχνολογία, να μην αναπτυσόταν αυτός ο δεσμός. Η απόσταση Αθήνα-Θεσσαλονίκη καλύπτεται και εξουδετερώνεται με e-mail που καθημερινά κατά δεκάδες ανταλλάσσονται. Οι συναντήσεις τους γίνονται αραιά, όποτε η δουλειά εκείνης την οδηγεί στη βορινή πόλη. Εκείνος μόνο μια φορά έρχεται στην Αθήνα κι αυτό όταν πια τα πράγματα έχουν τόσο προχωρήσει, που και οι δυο είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τις οικογένειές τους και να ζήσουν μαζί, πράγμα που θα κάνουν τελικά. Ποια όμως κατάληξη θα έχει αυτή η απόφαση και η απόπειρα να συμβιώσουν; Θα το ανακαλύψει ο αναγνώστης, δεν θα ήταν σωστό να προκαταλάβω το τέλος.
Τι γίνονται όμως στο μεταξύ οι "προδομένοι" σύζυγοι; Το παράνομο ζευγάρι, που αρχικά κρατούσε μυστική τη σχέση του, έρχεται μια στιγμή που μοιάζει να θέλει να τη διατυμπανίσει. Η Μέλπω θα παραδεχτεί την απιστία της στον Στέφανο, που κι αυτός έχει δημιουργήσει ένα δεσμό με τη Μάνια, και ο Μάριος στη Στέλλα. Διαφορετική είναι η αντίδραση του καθενός. Η Στέλλα διώχνει τον Μάριο από το σπίτι, δεν μπορεί να τον συγχωρέσει. Αντίθετα, ο Στέφανος, όταν η Μέλπω ομολογεί τη σχέση και ανακοινώνει την απόφασή της για χωρισμό, της λέει:" Το είχες ανάγκη! Δεν ξέρεις πόσο σε καταλαβαίνω...Αλλά μη φύγεις. Δεν θέλω να φύγεις". Πραγματικά έρωτας στα χρόνια της ειρωνείας, με την αντιστροφή των ρόλων όπως την έχουμε συνηθίσει. Έχουμε μάθει η γυναίκα να υπομένει και συχνά να συγχωρεί την απιστία του άντρα, ενώ ο άντρας κατά κανόνα ούτε καν διανοείται κάτι τέτοιο. Εδώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ο Μάριος εγκαταλέιπει το σπίτι του. Η Μέλπω με τον Στέφανο σαν να ζουν μια καινούρια, διαφορετική φάση συζυγικής αγάπης. Πιο δεμένοι, πιο ομιλητικοί, με τέλεια ειλικρίνεια μεταξύ τους. Φωτισμός μιας "ανοιχτής σχέσης", αν λάβουμε υπ' όψιν και τη γνώση της Μέλπως για το δεσμό του Μάριου με τη Μάνια.
Η Καστρινάκη μοιάζει να πειραματίζεται πάνω στις σχέσεις των ζευγαριών, να τις μελετά, να τις αναλύει σε βάθος. Πότε-πότε δίνει φωνή και στη νεαρή φοιτήτρια και στην απατημένη σύζυγο, τη Στέλλα. Όμως το έργο κυρίως περνά μέσα από τη ματιά της Μέλπως.
Πέρα όμως από τις σχέσεις, το μυθιστόρημα παίρνει κάποτε και τη μορφή δοκιμίου πάνω στο θέμα της απιστίας. Από τις πιο ωραίες σελίδες είναι εκείνες (166-178) στις οποίες συγκρίνει τη σχέση Πηνελόπης Δέλτα-Ίωνος Δραγούμη και Μέλπως-Μάριου, ουσιαστικά δηλαδή την απιστία στις αρχές του 20ου και του 21ου αι. Ομοιότητες αλλά και διαφορές. Τότε (αλλά και πάντα νομίζω) "Ο σκληρός πυρήνας του πάθους διατηρείται ίδιος: η "χαρά να ξέρω πως υπάρχεις" στην αρχή, έπειτα η πλήρης ταύτιση, η απώλεια του μέτρου, ο πανικός, η ανασφάλεια, η υστερία, η διαχείριση των λέξεων: τα ερωτευμένα υποκείμενα επιδίδονται σε ασυγκράτητες μεγαλοστομίες, σε παθιασμένες επαναλήψεις των ίδιων και των ίδιων διαβεβαιώσεων που είναι σαν να δίνονται για πρώτη φορά". Όμως υπάρχει μια τεράστια διαφορά στη διαχείριση των σωμάτων. Τότε ένα φιλί και μόνο εθεωρείτο φοβερή απιστία, σήμερα "το να δώσεις την ψυχή σου, αυτό είναι το κρίσιμο. Το σώμα μπορείς να το διαθέσεις και σε μια στιγμή σεξουαλικού οίστρου (...) Σήμερα πια απατάμε με την ψυχή, όχι με το σώμα", καταλήγει η συγγραφέας, για να συνεχίσει με άλλες ομοιότητες και διαφορές των δυο ζευγαριών και των δυο εποχών.
Η μεγαλύτερη όμως πρωτοτυπία της γραφής της Καστρινάκη έγκειται στην αυτοαναφορικότητα. Δεν αφηγείται την ιστορία της ως ένας παντογνώστης τριτοπρόσωπος αφηγητής. Την πλάθει ως συγγραφέας ενώπιόν μας. Από τον προβληματισμό του τι ονόματα να δώσει στους ήρωές της, ως τη δυσκολία που κάποτε συναντά στη συνέχιση της γραφής κι ως στις σκέψεις και τον προβληματισμό για τον τρόπο περιγραφής μιας σκηνής κι ως τα σχόλια που κάνει για τους ήρωές της σαν ένα τρίτο, άσχετο πρόσωπο, η συγγραφέας ούτε στιγμή δεν μας αφήνει να ξεχάσουμε πως αυτό που μας αφηγείται είναι μια πλαστή ιστορία, δημιουργημένη από την ίδια, αλλά που θα μπορούσε-γιατί όχι;- να συμβεί. Παραθέτω ένα σύντομο χαρακτηριστικό δείγμα. Γράφει η Καστρινάκη: "Προσπαθούσα λοιπόν να σταθμίσω αν στο σημείο όπου φτάσαμε χρειάζεται κλιμάκωση ή αποκλιμάκωση, αν πρέπει να αφηγηθώ τα συμβάντα με πολλά και πλούσια λόγια, με απανωτή ανταλλαγή μηνυμάτων ή κάτι παρόμοιο. Ή είναι καλύτερα να ακολουθήσω την τακτική της αντιστροφής:τη στιγμή της κορύφωσης, επιγραμματική λιτότητα στην έκφραση".
Μου άρεσε το βιβλίο της Καστρινάκη που είναι καθηγήτρια ελληνικής λογοτεχνίας ατο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται η άποψη πως στη λογοτεχνία (συχνά και στη ζωή) σημαντικότερο είναι το "πώς" από το "τι".